μούμια τόχαρης γυναίκας

μούμια τόχαρης γυναίκας
μούμια τόχαρης γυναίκας

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

OI TOXAΡΟΙ Η ΑΛΛΙΩΣ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΤΟΧΑΡΟΙ: ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ


Οι Τόχαροι ήταν ένας ευρωπαϊκός λαός, εγκατεστημένος στην κοιλάδα του Ταρίμ, όπως ονομάζεται σήμερα η περιοχή της Κίνας που βρίσκεται στα σύγχρονα σύνορα της Κίνας με την Ινδία, το Θιβέτ, το Κυργιζιστάν, το Τατζικιστάν και το Πακιστάν. Στην κοιλάδα αυτή ανακαλύφθηκε τον προηγούμενο αιώνα, ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της σύγχρονης ανθρωπογεωγραφίας: τα αφυδατωμένα και μουμιοποιημένα  σώματα ανδρών και γυναικών που άνηκαν στην ευρωπαϊκή φυλή. Ή έκπληξη των επιστημόνων που ανακάλυψαν πτώματα Ευρωπαίων ανάμεσα σε μογγολικούς και κινεζικούς πληθυσμούς που ζουν στην περιοχή, ήταν μεγάλη, καθώς δεν γνώριζαν σε ποιο έθνος  άνηκαν αυτές οι μούμιες. Ένα έθνος, του οποίου το όνομα είχε ξεχαστεί,  καθώς είχαν εξαφανιστεί χίλια χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια των μογγολικών και τουρκικών μετακινήσεων στη περιοχή. Οι επιστήμονες αναζητώντας μαρτυρίες στους αρχαίους συγγραφείς για την  ύπαρξη Ευρωπαίων τόσο βαθιά στην Ασία, στα σύνορα της Κίνας, βρέθηκαν μπροστά στο όνομα «Τόχαροι».


ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΤΟΧΑΡΟΙ

Μαρτυρίες για την ύπαρξη των «Τόχαρων» υπήρχαν στην αρχαιότητα, εξ αιτίας όμως της μεγάλης αποστάσεώς τους από την Ευρώπη, δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία σε αυτές και θεωρήθηκαν μύθος ή φαντασία. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει μία περιγραφή για τις Σέρες, (έτσι ονομάζονταν οι περιοχές της Βορειοδυτικής Κίνας από τους Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους) που έγινε στον Αυτοκράτορα Κλαύδιο από μία πρεσβεία από την Ταυροφάνη (σημερινή Κεϋλάνη). Σύμφωνα με τα λεγόμενα των Κεϋλανών πρέσβεων, οι άνθρωποι στη Βορειοδυτική Κίνα ήταν πολύ ψηλοί, είχαν πυρόξανθα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Αλλά και κινεζικές μαρτυρίες, που αναφέρονται στους κατοίκους της συγκεκριμένης περιοχής σε μία περίοδο ιστορικής καταγραφής 1.000 χρόνων, περιγράφουν ψηλούς σωματότυπους με μπλε ή πράσινα μάτια, μακριές μύτες, πολλά γένια και κόκκινα ή ξανθά μαλλιά.  
Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέφεραν ως Τόχαρους, τους κατοίκους της Βακτριανής που κατέλυσαν τα ελληνιστικά βασίλεια της Ινδικής Χερσονήσου. Αυτοί ονομάζονταν από τους Έλληνες «Τόχαροι» και από τους Ινδο- Αρίους «Τουσάρα» και εισήλθαν, σύμφωνα με την αρχαία ιστοριογραφία, στη περιοχή της Βακτρίας από την σημερινή επονομαζόμενη κοιλάδα του Ταρίμ καταδιωκόμενοι από την επέλαση των Ούννων και κάποιων πρωτο-τουρκικών λαών στην περιοχή τους. Οι δε Τούρκοι της Μογγολίας αναφέρονταν στους κατοίκους της περιοχής του Ταρίμ, λέγοντας ότι αυτοί μιλάνε την «τόξρι» γλώσσα.
Το εθνονύμιο «Τόχαροι», χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Μύλερ, το 1907 και μετέπειτα από τους επιστήμονες που αποκρυπτογράφησαν τα «τοχαρικά» κείμενα. Σήμερα αμφισβητείται  αν οι Τόχαροι χρησιμοποιούσαν το εθνονύμιο αυτό για τον εαυτό τους. Ορισμένοι θεωρούν ότι οι Τόχαροι που ανέφεραν οι Αρχαίοι Έλληνες είναι κάποιο περσικό φύλο και όχι οι κάτοικοι της κοιλάδας του Ταρίμ οι οποίοι ονομάζονταν αλλιώς. Σύμφωνα με τον Μάλλορυ τον 6ο και 8ο αι. μ.Χ. οι Τόχαροι της περιοχής του  Κιούτσι,  αυτοαποκαλούνταν Κούζινε και οι δε κάτοικοι του Αγνιντέσα, Αάρσι (αργυροί ή λευκοί στη γλώσσα τους). Σύμφωνα δε με τον Ντάγκλας Ανταμς, οι Τόχαροι αυτοαποκαλούνταν Άκνι,(ακρίτες στη γλώσσα τους).

ΤΟΧΑΡΙΚΕΣ ΜΟΥΜΙΕΣ


Εξ αιτίας του άνυδρου της περιοχής, η αρχαιολογική σκαπάνη ανακάλυψε καλά διατηρημένα τα πτώματα νεκρών Τόχαρων, τα οποία λόγω των καιρικών συνθηκών, μουμιοποιήθηκαν. Οι επιστήμονες με έκπληξη διαπίστωσαν ότι οι μούμιες είχαν ξανθά, πυρόξανθα και κόκκινα μαλλιά, λυτά ή δεμένα σε πλεξούδες, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, όπως η μύτη ή τα ζυγωματικά πρόσδιδαν ευρωπαϊκή καταγωγή, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από την ανακατασκευή των προσώπων που έδειξε καθαρά ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Το δε ύψος τους υπερέβαινε αυτό της ασιατικής φυλής.
Οι μούμιες  που ανεύρεθησαν είναι αρκετές και χρονολογούνται από το 1800 π.Χ. ως το 200 μ.Χ.. Οι περισσότερες έχουν βρεθεί στην ανατολική (Τζούσι, Κρόραν) και νότια πλευρά (Γιουτίαν, Νίγια, Κιέμο) της σημερινής κοιλάδας του Ταρίμ. Η πιο παλιά μούμια που έχει βρεθεί είναι του 1.800 π.Χ.. Γύρω στο 1.000 π.Χ. χρονολογείται μούμια, άνδρα με κόκκινα μαλλιά καθώς και η μούμια του γιου του, ηλικίας 1 έτους κατά το χρόνο του θανάτου του, που φέρει ξανθά μαλλιά. Έχουν επίσης ανευρεθεί μούμια κοκκινομάλλας γυναίκας που έζησε γύρω στα 1.400 με 800 π.Χ.
Οι ταφές των Τόχαρων παρουσιάζουν εξαιρετικές ανθρωπολογικές και τελετουργικές ομοιότητες με τις κέλτικες ταφές, σε σημείο που αρκετοί ερευνητές θεωρούν τους Τόχαρους ως κελτικής καταγωγής. Παραδείγματος χάριν κάποιες από τις μούμιες έχουν τελετουργικούς ακρωτηριασμούς και φαίνεται ότι είναι θύματα θρησκευτικών θυσιών, αντιστοίχων με αυτές που διέπρατταν οι Αρχαίοι Κέλτες.
Τα ρούχα των Τόχαρων είναι τα ίδια με τα ευρωπαϊκά νεολιθικά ρούχα και φαίνεται ότι παρασκευάστηκαν με τις ίδιες μεθόδους υφαντουργίας. Τα τοχαρικά ταρτάν, ως στυλ, ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, της Μαύρης Θάλασσας και της Μικράς Ασίας. Ρούχα αντίστοιχης ύφανσης έχουν βρεθεί και στα σώματα των αλατωρύχων στην Αυστρία, γύρω στο 1.300 π.Χ.. Η δε διαγώνια ύφανση των υφασμάτων δείχνει ιδιαίτερα εξελιγμένο τρόπο ύφανσης, το μεν ύφασμα που βρέθηκε στις μούμιες είναι το πλέον ανατολικό  δείγμα αυτού του είδους της τεχνικής ύφανσης.
Γενετικά, οι μούμιες, από την πλευρά της πατρικής γενεάς δηλ. του Υ χρωματοσώματος, ανήκουν στην υποομάδα R1a που συναντάται κυρίως σε σλαβικά και ιρανικά έθνη και κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη. Γενετικός έλεγχος στο DNA 52 μουμιών απέδειξε ότι αυτές ανήκουν στην ευρωπαϊκή φυλή. Σύμφωνα με τον Μαίρ, οι μούμιες της Κοιλάδας του Ταρίμ είναι αποκλειστικά καυκασοειδείς. Οι Ασιάτες, όπως οι Κινέζοι έφθασαν στην περιοχή 2.000 χρόνια μετά τους Ευρωπαίους, ενώ  οι Ουιγούροι Τούρκοι έφθασαν στη περιοχή άλλα 1.842 χρόνια μετά, δηλ. το 842 μ.Χ. μετά την κατάρρευση του μογγολικού βασιλείου στις όχθες του Ορχόν ποταμού. Ο Μαιρ υποστηρίζει ότι οι Τόχαροι έφθασαν στην περιοχή από τα βουνά του Παμίρ, γύρω στα 5.000 χρόνια πριν από την εποχή μας δηλ. γύρω στο 3000 π.Χ. Επιπλέον, οι Μάλλορυ και Μαιρ θεωρούν ότι, δύο καυκασοειδείς δηλ. δύο ευρωπαϊκοί τύποι ανθρώπων συνυπήρξαν στην περιοχή: οι (δυτικοευρωπαίοι από πλευράς γλώσσας) Τόχαροι και οι (ανατολικοευρωπαίοι από πλευρά γλώσσας) Σάκες. Ύστερα από εξέταση 302 τοχαρικών κρανίων, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, οι κοντινότεροι συγγενείς των Τοχάρων, από ανθρωπολογικής πλευράς, ήταν οι δημιουργοί του πολιτισμού του Αφανάσεβο, στα βόρεια του Ταρίμ και του πολιτισμού του Αντρόνοβο. Οι Μαλλορυ και Μαιρ προκρίνουν τον πολιτισμό του Αφανάσεβο (3.500-2.500 π.Χ.), ο οποίος είναι απευθείας ευρωπαϊκός, τόσο γενετικά όσο και πολιτισμικά, αλλά προηγείται χρονικά του ιρανικού Αντρόνοβο (2000π.Χ. -900 π.Χ.) και έτσι εξηγεί και την αποκοπή της τοχαρικής γλώσσας από τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, λόγω της μετέπειτα επέκτασης των ιρανικών ανατολικοευρωπαϊκών γλωσσών στην περιοχή. Επίσης, οι Χεμφιλ και Μάλλορυ επιβεβαιώνουν ότι ο δεύτερος καυκασοειδής τύπος μούμιας που βρέθηκε στο Κροράν και χρονολογείται στα 200 μ.Χ. διαφέρει από τον αυτόν που βρέθηκε στο Καβριγκούλ και χρονολογείται στα 1800 π.Χ.. Οι Μάλλορυ και Μαίρ θεωρούν τις ανευρεθείσες μούμιες περιόδου 700π.Χ. – 200μ.Χ ως καυκασοειδείς ιρανικής προελεύσεως και πιο συγκεκριμένα πρόκειται για Σάκες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική πλευρά της κοιλάδας του Ταρίμ. Σύμφωνα με τον Μαίρ: «Από τις σχετικές αποδείξεις και τα ευρήματα της περιοχής, ανακαλύψαμε ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων 1.000 χρόνων, μετά την εποχή της Ωραίας από το Λουλάν (1.800π.Χ.), οι μοναδικοί κάτοικοι της Κοιλάδας του Ταρίμ ήταν Ευρωπαίοι. Οι Ανατολικοί Ασιάτες (Μογγόλοι, Κινέζοι, Τούρκοι, Ούννοι) εμφανίστηκαν στις ανατολικές παρυφές της περιοχής, μόλις στις αρχές της πρώτης χιλιετίας μ. Χ.». Συγκρίνοντας το DNA των τοχαρικών μουμιών με αυτό των σύγχρονων Ουιγούρων Τούρκων, η ομάδα του Μαιρ δε βρήκε κανένα απευθείας γενετικό σύνδεσμο με τους Τόχαρους.



ΤΟΧΑΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ


Ο Αυρήλιος Στάιν, ένας από τους πρώτους εξερευνητές της περιοχής, αγόρασε το 1910 από έναν Τούρκο χωρικό, για το ποσό των 220 λιρών, κάποια κομμάτια χαρτιού γραμμένα σε μια άγνωστη τότε γλώσσα. Τα έγγραφα αυτά περιείχαν λατρευτικά βουδιστικά και χριστιανικά κείμενα γραμμένα στην τοχαρική. Μεταξύ του 1902 και του 1914, επίσης το Γερμανικό Εθνολογικό Ινστιτούτο έστειλε πολλές αποστολές στην έρημο του Τακλαμακάν στη Κεντρική Ασία ψάχνοντας αρχαία χειρόγραφα. Βρήκανε ένα, γραμμένο σε μια άγνωστη γλώσσα, το οποίο χρησιμοποιούσε μία γνωστή βορειο-ινδική γραφή. Η γλώσσα ονομάστηκε Τοχαρική Α και αποκρυπτογραφήθηκε από 2 επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν τον Έμιλ Ζίελ και τον Βίλχεμ Ζίγκλινγκ. Το κείμενο ήταν μέρος του Μετργιασαμίτι – Νατάκα, ενός σανσκριτικού βουδιστικού έργου της Μαχαγιάνα σχολής του Βουδισμού, που προλέγει την έλευση του Βούδα. Χρονολογείται στο 6ο- 8ο αι. μ.Χ.. Η Τοχαρική Α ή Ανατολική Τοχαρική ομιλείτο στην βορειοανατολική κοιλάδα του Ταρίμ από το Τζούσι ως το Άγνιντέσα, ενώ η Τοχαρική Β ομιλείτο  στο βασίλειο του Κιούτσι και κοντά στο Σολέκ στη νοτιοδυτική πλευρά της κοιλάδας, και ονομάζεται Κουτσεανική. Οι ομιλούντες την τοχαρική Α ονόμαζαν την γλώσσα τους άρσι, ενώ οι ομιλούντες την Β την ονόμαζαν κουζινέ από το βασίλειό τους, το Κιούτσι. Ανάμεσα στα κείμενα δεν είναι μόνο βουδιστικά κείμενα αλλά και μοναστικά και εμπορικές επιστολές και ταξιδιωτικά έγγραφα καραβανιών. Τα εμπορικά κείμενα είναι όλα γραμμένα στην Τοχαρική Β, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να πουν ότι η τοχαρική Α είχε ήδη εξαλειφθεί κατά την εποχή αυτή και διατηρούταν μόνο ως τελετουργική γλώσσα και γι’ αυτό και βρέθηκε μόνο σε θρησκευτικά κείμενα.
Κάτι εξίσου αξιοπερίεργο συνέβη όταν οι ερευνητές ξεκίνησαν να μελετούν την γλώσσα των κειμένων. Ανακάλυψαν ότι η τοχαρική παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: ήταν μία κέντουμ γλώσσα δηλ. μία δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα! Οι κέντουμ γλώσσες δηλ. όλες οι δυτικές ευρωπαϊκές γλώσσες όπως τα ελληνικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα κέλτικα διαθέτουν κάποια ιδιαίτερα φωνολογικά ιδιώματα που τις ξεχωρίζουν από τις ανατολικοευρωπαϊκές. Επίσης μέχρι την ανακάλυψη της τοχαρικής, βρίσκονται όλες δυτικά του Καύκασου.  Οι γλώσσες που βρίσκονταν ανατολικά αυτού, όπως τα σλάβικα, τα αρμενικά, τα περσικά, τα σανσκριτικά, σογδιανά, τα αλβανικά  ανήκουν στις σάτεμ γλώσσες και παρουσιάζουν άλλες γλωσσικές ιδιομορφίες, διαφορετικές από τις δυτικές κέντουμ γλώσσες. Θα περίμενε λοιπόν κανείς τα τοχαρικά να είναι και αυτά μία σάτεμ ευρωπαϊκή γλώσσα αλλά αντιθέτως με έκπληξη, οι γλωσσολόγοι διαπίστωσαν ότι είναι μια κέντουμ δηλ. μία δυτική ευρωπαϊκή γλώσσα. Ένας θύλακας δυτικής γλώσσας στα βάθη της Ασίας περικυκλωμένος από ανατολικές ευρωπαϊκές και ασιατικές γλώσσες.
Και ενώ όλοι περίμεναν ότι οι Τόχαροι θα ήταν ιρανογενείς, καθώς οι Πέρσες ήταν οι μόνοι ευρωπαίοι που έφθασαν τόσο βαθιά στην Ανατολή ως το σημερινό Τατζικιστάν, τη Σογδιανή και τη Χωρασμία, τελικά αποκαλύφθηκε ότι κάποιοι άλλοι ευρωπαίοι και μάλιστα δυτικοευρωπαίοι εγκαταστάθηκαν στα σύνορα με τη Κίνα. Και ενώ το παράδοξο αυτό συναντιέται και στη σύγχρονη αλβανική που είναι μία ανατολική ευρωπαϊκή σάτεμ γλώσσα δίπλα σε δυτικές ευρωπαϊκές γλώσσες, της οποίας η ύπαρξή της εκεί αιτιολογείται από μία μεταγενέστερη μετακίνηση του πληθυσμού των Αλβανών δυτικότερα υπό την πίεση εισβολέων Ούννων, Τούρκων, Βουλγάρων, η μετακίνηση του τοχαρικού πληθυσμού πέρα από τους περσικούς δεν εξηγείται καθώς δεν είναι γνωστή σε μας καμία μετακίνηση πληθυσμού από τη Δυτική Ευρώπη προς την Ανατολή και μάλιστα  τόσο βαθιά  στην Ασία.  Έτσι θεωρείται ότι οι Τόχαροι κατοικούσαν αρχικά στη περιοχή της νότιας Ρωσίας και μετέπειτα δίπλα σε σλάβικους πληθυσμούς, καθώς παρατηρείται μία σλαβική επιρροή στο λεξιλόγιό τους.
Η τοχαρική έχει κληρονομήσει διφθόγγους από την πρωτό- ινδοευρωπαϊκή όπως το αι =ε και το αυ au= ο. Επίσης έχει τα τρία γένη που είχε η πρωτό -ινδοευρωπαϊκή  και τον ενικό, τον πληθυντικό και τον δυικό που επίσης είχε η πρωτό- ινδοευρωπαϊκή, στον οποίο προσέθεσε και άλλους δύο αριθμούς αυτόν για ζεύγη και αυτό όταν το αντικείμενο ανήκει σε περισσότερους από 2 ανθρώπους. Π.χ. το βόδι ήταν στα τοχαρικά  οξο στον πληθυντικό οξεν στον αριθμό για τα ζεύγη οξενε (Επιπλέον παρατηρείται από το παράδειγμα και η ομοιότητα που έχει η τοχαρική με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες όπως π.χ. τα αγγλικά όπου η αντίστοιχη λέξη είναι οξ) Στις κλίσεις η Τοχαρική Α και Β έχουν τις τρεις κλίσεις της πρωτό-ινδοευρωπαϊκής: την ονομαστική, την γενική, τη δοτική την οποία χρησιμοποιούσαν και ως αιτιατική. Η Β έχει και κλιτική. Στην Α στη δοτική προστίθενται καταλήξεις που δημιουργούν τις άλλες κλίσεις του  οργάνου, την τοπική,  της αιτίας, του τρόπου. Επίσης η  τοχαρική Β δέχθηκε επιρροές με τη μορφή δάνειων λέξεων από τα σανσκριτικά και τα ιρανικά.  Οι μοναστικές βιβλιοθήκες των τοχαρικών μοναστηριών περιείχαν και κείμενα γραμμένα στην αρχαία περσική και στην ινδική γλώσσα. Τα κείμενα είναι γραμμένα με το βορειο-ινδικό αλφάβητο Βράχμι. Η τοχαρική Β χρησιμοποιούσε το αλφάβητο Βράχμι που έχει τα εξης φωνήεντα: α ι υ ε ο. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες τοχαρικές λέξεις και τις συγκρίνουμε με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: Η λέξη μητέρα στη Τοχαρική Β είναι μάτσερ, στα Λατινικά ματερ, στα Αρχαία Ελληνικά μήτηρ. Το ρήμα ζώ ήταν στα αβεστάν ζώα, στα σογδιανά ζω, στη τοχαρική γλώσσα του Γιουτίαν ζουβ, ενώ στα αρχαία περσικά ήταν ζίβα.


ΤΟΧΑΡΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΟΧΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ



Το πολιτειακό σύστημα των Τοχάρων δεν διέφερε πολύ από το επικρατούν στην Ευρώπη την ίδια εποχή. Όπως και οι Αρχαίοι Έλληνες, οι Τόχαροι ζούσαν σε πόλεις -κράτη. Σε αυτά ένας βασιλιάς και ένα συμβούλιο γερόντων, αποφάσιζαν για όλα τα θέματα της πόλης-κράτους.
Οι Τόχαροι βασιλείς κάθονταν σε θρόνους με σκαλισμένα λιοντάρια, γεγονός που προκάλεσε εντύπωση στους Κινέζους απεσταλμένους που πρωτοαντίκρισαν θρόνο, πρώτη φορά στα τοχαρικά βασίλεια και περιέγραψαν ότι ο Τόχαρος βασιλιάς κάθεται σε ένα κρεβάτι με λιοντάρια, καθώς δεν ήταν γνωστή σε αυτούς και στην Ασία ευρύτερα η  έννοια της καρέκλας. Τίτλοι δίνονταν στα μέλη της βασιλικής οικογένειας, π.χ. ο αδελφός του βασιλιά ήταν ο μέγας Δούκας. Οι ευγενείς αποτελούσαν την Τρίτη, ιεραρχικά, τάξη της τοχαρικής κοινωνίας. Ήταν όπως και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, πολεμιστές επιφορτισμένοι με την άμυνα του βασιλείου, στους οποίους αποδόθηκαν αγροτεμάχια και ήταν υπεύθυνοι για την συντήρηση των αλόγων και των όπλων τους. Απεικονίσεις των Ιπποτών αυτών έχουμε σε τοιχογραφίες όπως αυτή που ανακαλύφθηκε στο Τουρφάν και χρονολογείται στον 7ο αι. μ.Χ. και απεικονίζει έναν ιππότη με δόρυ στην άκρη του οποίου είναι δεμένη μία σημαία. Η εφεύρεση αυτού του τρόπου πολέμου, πάνω σε άλογο με πανοπλία αποδίδεται στους Πέρσες και γενικότερα στους ιρανικής καταγωγής λαούς. Ένας κώδικας τιμής τον οποίον τηρούσαν όλοι οι ανήκοντες στην τάξη των Ιπποτών και που μάλλον αποτελεί εξέλιξη του τρόπου συμπεριφοράς, που ήταν αναγκαίος προκειμένου να διατηρηθεί η τοχαρική κοινωνία στην περιοχή αυτή και να αμυνθεί εναντίον των εισβολέων. Ο κώδικας αυτός τιμής ήταν παρόμοιος με  τον ευρωπαϊκό κώδικα τιμής των ευρωπαίων ιπποτών. Παρόμοιες κοινωνικές τάξεις ιπποτών συναντούμε και σε άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς όπως τους Ινδο-Αρίους και τους Αρχαίους Έλληνες.
Στη τοχαρική κοινωνία υπήρχαν γραπτοί νόμοι και υπήρχε η έννοια του συμβολαίου. Ο κινέζος βουδιστής μοναχός Ξουάν Ζανγκ που επισκέφθηκε τα τοχαρικά βασίλεια τον 7ο αι. μ.Χ. επαινούσε τα τοχαρικά ήθη τους για την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη τους. 
Η θέση της γυναίκας στην τοχαρική κοινωνία ήταν η ίδια όπως και στην υπόλοιπη πατριαρχική ευρωπαϊκή κοινωνία, παρ’ όλα αυτά όμως η γυναίκα μπορούσε να είναι μάρτυρας σε δικαστήριο. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι Τόχαροι άντρες είχαν το δικαίωμα να πουλήσουν την γυναίκα τους, όπως έκαναν οι Κινέζοι. Οι Τόχαρες γυναίκες όπως και οι Αρχαίες Ιρανές μπορούσαν να δουλεύουν και να απολαμβάνουν για τον εαυτό τους τα χρήματά τους, ενώ  μπορούσαν να αγοράζουν γη και ζώα στο όνομά τους. Δικαίωμα στην κληρονομιά είχαν τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια. Οι γάμοι γίνονταν κυρίως με προξενιό και απόδοση προίκας στην οικογένεια της νύφης. Σε μία δικαστική απόφαση γίνεται λόγος για μία γυναίκα που εγκατέλειψε τον άντρα της και έφυγε σε γειτονικό κρατίδιο με άλλον. Ο πατέρας της ζητά προίκα από το νέο σύντροφο της κόρης του, την οποία το δικαστήριο δε του επιδικάζει, με το αιτιολογικό ότι πλέον ο πατέρας δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω στην ενήλικη κόρη του. Ο δε βασιλιάς δίνει άδεια στο νέο ζευγάρι να επιστρέψει στη χώρα. Επίσης, η ευρυμάθεια εθεωρείτο απαραίτητο προσόν για το γάμο, κι έτσι τα κορίτσια, τουλάχιστον της αριστοκρατίας μορφώνονταν. Σχετική μαρτυρία παραδίδεται  σε ένα κείμενο του 519 μ.Χ. για τη πριγκίπισσα Τζίβα (Ζωή), για την οποία αναφέρεται ότι απέστειλαν όλα τα βασίλεια απεσταλμένους να ζητήσουν το χέρι της σε γάμο, λόγω της ευρυμάθειάς της. Επίσης, όπως αναφέρεται σε άλλο έγγραφο, οι γυναίκες μπορούσαν να ταξιδεύουν. Η θέση όμως των γυναικών επιδεινώθηκε δραματικά με την είσοδο των ασιατικών φυλών στην περιοχή και την υποτέλεια ή υποδούλωση των Τοχαρων σε αυτούς. Οι Τόχαρες αλλά και οι Σογδιανές γυναίκες, επειδή ήταν Ευρωπαίες ήταν περιζήτητες από τους Τούρκους και τους Κινέζους. Το εμπόριο λευκής σαρκός με θύματα τις ευρωπαίες γυναίκες, ανθούσε στην περιοχή ιδίως μετά την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας των Τόχαρων. Υπήρχαν παζάρια όπου πωλούνταν Ευρωπαίες γυναίκες από την εποχή αυτή και έπειτα, τόσο στο Τζούσι και στο Κιούτσι όσο και στο Γιουτίαν. Έχει ανευρεθεί συμφωνητικό πώλησης ενός Σογδιανού κοριτσιού σε έναν Κινέζο το έτος 639 μ.Χ.. Τουλάχιστον 21 γάμοι έχουν βρεθεί καταγεγραμμένοι ανάμεσα σε Ευρωπαίες Σογδιανές, συνήθως μικρής ηλικίας, οι οποίες πωλούνταν για αυτό το σκοπό σε Κινέζους και Τούρκους άνδρες. Το 731μ.Χ. ένα Σογδιανό κορίτσι 11 χρονών πουλήθηκε για 40 τόπια μετάξι σε έναν Κινέζο. 5 άντρες δήλωσαν ως μάρτυρες στο συμβόλαιο  ότι δεν ήταν ελεύθερο πρόσωπο αλλά ήδη σκλάβα, καθώς απαγορευόταν η πώληση ελεύθερων προσώπων στα τοχαρικά βασίλεια.


Η ΤΟΧΑΡΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ


            Ο ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ

Οι Τόχαροι ήταν κυρίως βουδιστές, της αρχαιότερης σχολής του βουδισμού, της Σαρβαστιβάντα, την οποία είχαν δανειστεί από τους Ιρανούς της Ινδίας, τους Ινδο-Αρίους. Οι βουδιστές ιερείς  κατείχαν τη δεύτερη ανώτερη κοινωνικά θέση στην τοχαρική κοινωνία (όπως και σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες  π.χ. οι Δρυίδες στην κέλτικη κοινωνία, οι Βραχμάνοι στην Ινδία κ.λπ.).
Ακόμη και  μέλη της βασιλικής οικογένειας, αλλά και πολλά μέλη της αριστοκρατίας (όπως και στην Ευρώπη π.χ. Βυζάντιο και Δυτική Ευρώπη) γίνονταν ιερείς. Μοναχοί αλλά και μοναχές, ήταν πολλές πριγκίπισσες και βασίλισσες, εκ των οποίων και πολλές κτητόρισες και δωρήτριες των μοναστηριών.
          Οι πιστοί νήστευαν και αφιέρωναν ακριβά στολίδια στα αγάλματα του βούδα. Παραδίδεται δε από τον κινέζο μοναχό Ξουαν Ζάνγκ ότι η ευλάβεια των κατοίκων του Κιούτσι ήταν παραδειγματική.
Ο βουδισμός εξαπλώθηκε στην Κίνα από τους Τόχαρους  τον 1ο αι. π.Χ.. Τον 2ο αι. μ.Χ. και η αυτοκρατορία του Κουσάν έστειλε ιεραποστολές στη Κίνα. Ένας Κινέζος συγγραφέας ο Χου Χανσού γράφει: «ο Αυτοκράτορας Μίνγκ ονειρεύτηκε έναν ψηλό άντρα με χρυσά μαλλιά του οποίου το κεφάλι έλαμπε. Ρώτησε τους συμβούλους του ποιος ήταν. Αυτοί του απάντησαν ότι στη Δύση υπάρχει ένας θεός που ονομάζεται Βούδας. Έτσι ο κινέζος αυτοκράτορας έστειλε αποστολή στη Δύση για να μάθει την ορθή θρησκεία». Φαίνεται από το κείμενο ότι η μορφή που ονειρεύτηκε ο βασιλιάς ήταν ένας ευρωπαίος άντρας με ξανθά μαλλιά που μάλλον φαινόταν πολύ ψηλός μπροστά σε έναν βραχύσωμο ασιάτη. Οι σύμβουλοί του γνωρίζοντας ότι υπάρχει μία φυλή με ξανθούς ψηλούς ανθρώπους στα δυτικά της Κίνας, τους οποίους οι Κινέζοι ανέφεραν ως λαμπερούς ανθρώπους, λόγω μάλλον της εντύπωσης που τους προκαλούσε η άσπρη τους επιδερμίδα, θεώρησαν ότι στον ύπνο του αυτοκράτορα παρουσιάστηκε ένας από αυτούς. Και ποίος θα παρουσιαζόταν στο ύπνο κάποιου θνητού; Σίγουρα  μόνο ένας Θεός θα ήταν ικανός να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτός θα πρέπει να ήταν ο Βούδας που λάτρευαν οι λαμπεροί άνθρωποι και ο οποίος ήταν ένας από αυτούς, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Βούδας ήταν σε αντίθεση με την επικρατούσα λαϊκή αντίληψη, ευρωπαϊκής καταγωγής. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό και τα αγάλματα του Βούδα είναι παραδοσιακά χρυσά, ασχέτως αν τα χαρακτηριστικά του έχουν αλλοιωθεί προκειμένου να μοιάζουν πιο ασιατικά και να είναι έτσι πιο κοντά στους Ασιάτες που αποτελούν πλέον την πλειοψηφία των πιστών.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη η αποστολή του Μινγκ, δεν έγινε για θρησκευτικούς σκοπούς. Έστειλε αποστολή, αλλά επρόκειτο για στρατιωτική αποστολή, προκειμένου να ελέγξει όλη την Κοιλάδα του Ταρίμ, στην οποία είχαν εισβάλλει οι Ούννοι. Εκεί οι Κινέζοι ήρθαν σε επαφή με το βουδισμό, μάλλον στο πλαίσιο διπλωματικών αποστολών που ανταλλάσσουν σύμμαχα κράτη μεταξύ τους.
Το 148 μ.Χ στην Κίνα έφθασε ένας Πάρθος ιεραπόστολος, ο Αν Σι Κάο, μάλλον λόγω της επέκτασης των Κουσάνων στην Κοιλάδα του Ταρίμ, καθώς η κοιλάδα του Ταρίμ ήταν πλέον επικράτεια της αυτοκρατορίας του Κουσάν. Η επέκταση του Κουσάν στο Ταρίμ συνεχίστηκε όλο το 2ο αι. μ.Χ. με το βασιλιά Κανίσκα, ο οποίος έθεσε υπό τον έλεγχό του το Σόλεκ, το Γιουτίαν, το Σουότζου, απελευθερώνοντάς τους από την κινεζική επικυριαρχία. Οι βουδιστές ιεραπόστολοι του Κουσάν ήταν τόσο της Χιναγιάνα, όσο και της Μαχαγιάνα σχολής του Βουδισμού. Οι Κινέζοι αναφέρουν πολλούς τόχαρους ιεραπόστολους: ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Πο Γιεν και ο Πο Σριμίτρα, πρίγκιπες του βασιλείου του Κιούτσι, ο Ντχαρμαραξα, Κουσανός στην καταγωγή αλλά με οικογένεια εγκατεστημένη στο Ντουνχουάνγκ, ο Κουμαρατζίβα μοναχός από το Κιούτσι, γιός της πριγκίπισσας Τζίβα (Ζωή στα τοχαρικά). Ο Μποντιντάρμα, σογδιανός ή τόχαρος ευγενής, ιδρυτής της σχολής Ζεν του βουδισμού και αυτός που δίδαξε το Κουνγκ Φου στους Σαολίν μοναχούς, ήταν σύμφωνα με την μαρτυρία ανθρώπων που τον είδαν από κοντά και ήταν σύγχρονοί του, ένας γαλανομάτης βάρβαρος από τις δυτικές περιοχές (έτσι ονόμαζαν τα τοχαρικά βασίλεια οι Κινέζοι). Όπως λέει ο Λιάνγκ Σου κινέζος ιστορικός τον 7ο αι.μ.Χ. «Τα παλιά χρόνια 5 μοναχοί από το Κιπίν (δηλ. από την Καμπούλ), ταξίδεψαν με πλοίο στην Ιαπωνία, όπου διέδιδαν το βουδισμό έδιναν γραφές και εικόνες και καλούσαν τον κόσμο να απαρνηθεί τα εγκόσμια και τη σύνδεσή του με τα υλικά αγαθά».
Στα βουδιστικά μοναστήρια άνηκαν εκτάσεις γης επονομαζόμενες κίλμε. Ο  βουδισμός και τα βουδιστικά μοναστήρια όμως, διώχθηκαν από την κεντρική κινεζική εξουσία, γιατί αποδυνάμωναν τον αυτοκράτορα καθώς του στερούσαν γη. Αντίστοιχοι διωγμοί εναντίον της βουδιστικής θρησκείας και των μοναστηριών δεν έγιναν ουδέποτε στα τοχαρικά βασίλεια.
Τον 4ο αι. μ.Χ. οι Κινέζοι άρχισαν να κάνουν προσκυνήματα στην Ινδία, την πατρίδα του Βούδα. Οι ανταλλαγές αυτές σταμάτησαν με την έλευση του Ισλάμ στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας τον 7ο αι. μ.Χ. με τον εξισλαμισμό των Περσών από τους Άραβες, οπότε πλέον όλη η περσική αυτοκρατορία έγινε μουσουλμανική. Το Ισλάμ επεκτάθηκε στην περιοχή των τοχαρικών βασιλείων με τους Ουιγούρους Τούρκους να προσηλυτίζονται όπως και άλλες συγγενείς τουρκικές φυλές. Ο Βουδισμός στην περιοχή των τοχαρικών βασιλείων θα ψυχορραγούσε για 3 αιώνες περίπου ακόμη και θα έσβηνε οριστικά με την οριστική επικράτηση των Μουσουλμάνων Τούρκων.


Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ


Οι Τόχαροι δεν ήταν μόνο βουδιστές αλλά και νεστοριανοί χριστιανοί. Οι τοιχογραφίες στις σπηλιές του σημερινού Μπεζεκλίκ, απεικονίζουν νεστοριανούς χριστιανούς. Οι πρώτοι Χριστιανοί έφθασαν στα τοχαρικά βασίλεια από την Περσία, που ήταν σαφώς ενάντια στο χριστιανισμό, καθώς τον θεωρούσε βυζαντινή θρησκεία και τους χριστιανούς υπηκόους του εκ προοιμίου φιλοβυζαντινούς και εν δυνάμει προδότες. Οι Πέρσες χριστιανοί, άλλοτε διωκόμενοι και άλλοτε μεταφερόμενοι από το ίδιο το Περσικό κράτος, προκειμένου να απομακρυνθούν από τα περσο-βυζαντινά σύνορα, έφθαναν στις εσχατιές της περσικής αυτοκρατορίας, στη Χωρασμία, στη Σογδιανή και στη κοιλάδα του Ταρίμ. Εξ άλλου οι έμποροι Πέρσες χριστιανοί που ταξίδευαν κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού στα τοχαρικά βασίλεια, έφεραν μαζί τους χριστιανικά κείμενα, όπως το ιερό ευαγγέλιο γραμμένο στη συριακή γραφή που χρησιμοποιούσε η Νεστοριανή Εκκλησία και βοήθησαν στη διάδοση του χριστιανισμού στις περιοχές αυτές.  Οι δε Τούρκοι υιοθέτησαν το συριακό αλφάβητο όταν ήρθαν σε επαφή με το νεστοριανούς ιεραπόστολους, ενώ με την βοήθεια ενός Αρμένιου στη καταγωγή επισκόπου, εφευρέθηκε αλφάβητο για την γλώσσα των Ούννων και τους διδάχτηκε τρόπος καλλιέργειας της γης. Για ένα διάστημα φαινόταν ότι η χριστιανική θρησκεία θα επικρατούσε σε όλη την κεντρική Ασία από την Κασπία ως την κοιλάδα του Ταρίμ.
Στη Βακτριανή ο χριστιανισμός είχε φθάσει ήδη από το 196 μ.Χ. όπως παραδίδεται από τον επίσκοπο Μπαρ Ντιζαν. Η παράδοση της εν λόγω εκκλησίας λέει ότι στον Θωμά ανατέθηκε ο ευαγγελισμός της Ινδίας και της Ανατολής. Λέγεται ότι ο Απόστολος Θωμάς αναγκάστηκε είτε ως σκλάβος είτε για άλλους λόγους να ακολουθήσει τον Πέρση έμπορο Αμπάνη στην Β. Ινδία, δηλ. στη Βακτριανή. Εκεί προσηλύτισε όχι μόνο το βασιλιά Γονδοφάρη αλλά και τον αδερφό του. Θεωρούταν ότι το πρόσωπο του Γονδοφάρη ήταν φανταστικό, ώσπου αρχαιολογικές ανακαλύψεις αποκάλυψαν ότι ο εν λόγω βασιλιάς είχε τυπώσει νομίσματα με τη μορφή του και το όνομά του στα ελληνικά, τα οποία και βρέθηκαν σε όλη τη Βακτριανή. Ο Απόστολος Θωμάς από εκεί ευαγγέλισε τους Κουσάνους και το βασιλιά τους, τον Βασουβέντα Α΄.
 Το 653 μ.Χ. μέσω των Τόχαρων, ο χριστιανισμός έφθασε στη Κίνα ίσως και στην Κορέα και στην Ιαπωνία σύμφωνα με μία ιαπωνική καταγραφή της ιστορίας του 797 μ.Χ. που αναφέρει ότι μαζί με έναν Πέρση ιατρό επισκέφθηκε την Ιαπωνία και ένας αξιωματούχος της θρησκείας του φωτός. Στη Κίνα ως θρησκεία του φωτός εννοούσαν μόνο τον χριστιανισμό, όπως αναφέρεται και από τη Νεστοριανή Στήλη που ανεγέρθη το 781 μ.Χ. στη Κίνα προς τιμήν του προσηλυτισμού της Κίνας στην θρησκεία του Φωτός του Ντακίν (Ντακίν ονόμαζαν οι Κινέζοι τους Βυζαντινούς). Αναφέρεται ότι ο χριστιανισμός είχε διαδοθεί σε 100 κινέζικες πόλεις. Η νεστοριανή στήλη είχε ανεγερθεί μπροστά στην σημερινή Ντακίν(=Βυζαντινή) Παγόδα, που ήταν χριστιανικό μοναστήρι εκείνη την εποχή. Ερείπια ενός μοναστηρίου αφιερωμένου στον Σταύρωση του Κυρίου, κοντά στο Πεκίνο βρίσκονται ως σήμερα. Το 781 μ.Χ. ένα μνημείο ανεγέρθη στην πρωτεύουσα Τσανγκάν που μνημόνευε τις πράξεις φιλανθρωπίας ενός Βακτριανού χριστιανού με το όνομα Αδάμ.
Μοναχοί  μόνασαν στις σπηλιές του ΝτουΧουάγκ που  χρησιμοποιήθηκαν το 366 μ.Χ. ως λατρευτικό κέντρο του βουδισμού και αργότερα του χριστιανισμό. Ήταν βουδιστικές σκήτες που αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και από τους χριστιανούς μοναχούς. Οι βουδιστές μοναχοί όπως και οι χριστιανοί μοναχοί θεωρούσαν απαραίτητη την άσκηση σε αντίξοες συνθήκες και την εγκράτεια. Οι σπηλιές χρησιμοποιήθηκαν ως σκήτες, ως βιβλιοθήκες λατρευτικών κειμένων, ως ξενώνες επισκεπτών πιστών. Οι τοιχογραφίες απεικονίζουν χριστιανικά θέματα, όπως την απεικόνιση ενός χριστιανού ιερέα με το θυμιατό στα χέρια. Η τοιχογραφία ονομάζεται Ο παπάς με το Λιβάνι και βρίσκεται στις σπηλιές του σημερινού Μπεζεκλίκ (σημερινό τούρκικο όνομα της περιοχής). Άλλα ασκηταριά ήταν οι 236 σπηλιές στο σημερινό Κιτζίλ (σημερινή τουρκική ονομασία της περιοχής).
Στο Ντουνχουάνγκ, στις σπηλιές του Μογκάο ή σπηλιές των 100 Βούδα ανακαλύφθηκαν από την ίδια περίοδο χειρόγραφα που περιλαμβάνουν έναν Ύμνο στην Αγία Τριάδα και άλλα 30 χριστιανικά βιβλία. Πρόκειται για τις σούτρας του Ιησού, χριστιανικά κείμενα γραμμένα στα κινεζικά από τον επίσκοπο Αλοπέν. Ο Αλοπέν σύμφωνα με την Νεστοριανή Στήλη ήρθε στην Κίνα από το Ντακίν, όπως ονόμαζαν οι Κινέζοι το Βυζάντιο κατά τη δυναστεία των Τανγκ (γύρω στο 635 μ.Χ.) φέρνοντας μαζί του ιερά κείμενα και εικόνες. Στην πραγματικότητα όμως ο Αλοπέν ήταν χριστιανός από τη Βακτρία. Εκτός από τον Αλοπέν, παραδίδεται ότι νέος ιεραπόστολος έφτασε από το Βυζάντιο, ο Κίχο. Αναφέρεται επίσης ότι οι Γραφές που έφερε μαζί του είχαν μεταφραστεί από την Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη. Επρόκειτο για 4 δογματικές και 3 λειτουργικές σούτρες. (Σούτρα σημαίνει δεσμευτικό απόφθεγμα).
Στα τοχαρικά βασίλεια ο Χριστιανισμός σταμάτησε ολοσχερώς να υφίσταται με την έλευση του Ισλάμ, ενώ το 840 μ.Χ. υπέστη διωγμό στη Κίνα και σιγά σιγά έσβησε. Κατά τη διάρκεια του διωγμού του 840 μ.Χ. οι χριστιανοί μοναχοί και μοναχές υποχρεώθηκαν να ζήσουν κοσμική ζωή και η περιουσία των μοναστηριών δημεύθηκε. Οι ιεραπόστολοι που ήταν αλλοδαποί όπως Πέρσες ή Ασσύριοι απελάθηκαν ή διώχθηκαν. Τα ιερά κείμενα κάηκαν. Στα κινεζικά είχαν μεταφραστεί η Γένεση, οι Ψαλμοί, οι Πράξεις των Αποστόλων, οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τα Ευαγγέλια. Το 986 μ.Χ. ένας μοναχός έγραφε στον Ασσύριο Πατριάρχη: «Δεν υπάρχει πια ούτε ένας χριστιανός στη Κίνα». Το τελευταίο μνημείο του χριστιανισμού στη Κίνα χρονολογείται γύρω στο 1365 μ. Χ.


ΤΟΧΑΡΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Η χρονιά των Τόχαρων είχε 12 μήνες και ξεκινούσε μέσα στην άνοιξη, γεγονός που εορτάζονταν με μία γιορτή που σηματοδοτούσε την αρχή της νέας χρονιάς με το τέλος του χειμώνα και την αναγέννηση της φύσης και άρα την έναρξη της καλλιεργητικής γεωργικής περιόδου. Αντίστοιχες γιορτές είχαν και έχουν οι Πέρσες, οι Κούρδοι και οι Αλβανοί όπως τη γιορτή του Νεβρόζ, ή Νιου Ρόζ δηλ. της Νέας Χρονιάς. Κατά τη διάρκεια της Νέας Χρονιάς οι Τόχαροι διοργάνωναν ιππικούς αγώνες, έθιμο που συναντάται και στους Σκανδιναβικούς λαούς.
Επίσης στη αρχή της άνοιξης υπήρχε γιορτή όμοια με το ευρωπαϊκό καρναβάλι και τα Λουπερκάλια των Ρωμαίων. Οι Τοχαροι ντυνόταν με μάσκες και δέρματα ζώων και παρίσταναν υπερφυσικά πλάσματα. Στις αρχές Ιανουαρίου οι Τόχαροι  έβαφαν τα πρόσωπά τους, ράντιζαν ο ένας τον άλλον για να διώξουν τα δαιμόνια.
Στις γιορτές τους έπιναν κρασί από αμπέλια, τα οποία καλλιεργούσαν ενώ δεν έλειπαν τα συμπόσια. Έπαιζαν σκάκι, ενώ γνώριζαν και τα ζάρια.
Επίσης οι ευγενείς κυνηγούσαν με κυνηγόσκυλα πάνω στα άλογά τους, ενώ δεν έχουμε μαρτυρία για το άθλημα του πόλο που ήταν περσικό αλλά σίγουρα θα το ήξεραν οι Τόχαροι.
Η μουσική έπαιζε μεγάλο ρόλο στην τοχαρική κοινωνία. Μαρτυρίες ανθρώπων που είδαν από κοντά τους Τόχαρους, όπως ο κινέζος βουδιστής μοναχός  Ξουάν Ζανγκ αναφέρει ότι οι Τόχαροι ξεπερνούσαν όλους τους κατοίκους των άλλων βασιλείων στο ταλέντο τους στο λαούτο και στο φλάουτο. Στην κινεζική αυλή των Τάνγκ υπήρχε μεγάλη ζήτηση Τόχαρους μουσικούς. Η λύρα, το λαούτο όπως το γνωρίζουμε εμείς στη Δύση ήταν όργανο που οι Τόχαροι εισήγαγαν στη Κίνα.



Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ


Ο δρόμος του μεταξιού περνούσε από τα τοχαρικά βασίλεια, ήταν αυτός που τους έδωσε πλούτο αλλά και ουσιαστικά αυτός που συντέλεσε στην εξαφάνισή των  Τόχαρων. Λόγω του εμπορίου και του πλούτου που αυτό απέφερε στα τοχαρικά βασίλεια πολλοί λαοί ενδιαφέρθηκαν για την περιοχή. Ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε το 329 π.Χ. την Αλεξάνδρεια την εσχάτη στην είσοδο της κοιλάδας της Φεργκάνας, στο σημερινό Τατζικιστάν. Ο Ευθύδημος ο βασιλιάς του Ελληνιστικού βασιλείου στη Βακτριανή επέκτεινε το βασίλειο του στη Σογδιανή και έκανε εκστρατείες ως το Σόλεκ. Αλλά και η Κίνα είχε εμπορικές συναλλαγές με τους Τόχαρους. Οι Κινέζοι έστελναν πρεσβείες για να πάρουν τα «θεϊκά» τοχαρικά,  όπως τα αποκαλούσαν, άλογα, που ήταν μεγαλύτερα από τα μογγολικά και κρατούσαν πάνω τους κατάφρακτους ιππείς της Σογδιανής, της Φεργκάνα και της Παρθίας. Με την τοχαρική αυτοκρατορία του Κουσάν, η βόρεια Ινδία ενώθηκε με τη Κεντρική Ασία και την κοιλάδα του Ταρίμ. Οι Τούρκοι εισβολείς, ενδεείς, όπως ήταν στην πατρίδα τους, στις όχθες του Ορχόν ποταμού της Μογγολίας, όπου ζούσαν νομαδική ζωή, και ιδιαιτέρως μετά την κατασκευή του Σινικού τείχους που τους απέτρεπε από το να λεηλατούν κινεζικές περιοχές στράφηκαν προς τη Δύση και άρχισαν να επεδράμουν στα τοχαρικά βασίλεια, με σκοπό το εύκολο κέρδος  από τα πλούτη που άκουγαν ότι υπήρχαν κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού στα βασίλεια της Δύσης. Με την επέκταση των Μουσουλμάνων Τούρκων στην Κεντρική Ασία τον 10 αι. μ.Χ., οι Τόχαροι εξαφανίστηκαν από το χάρτη, ενώ η ασφάλεια για τα καραβάνια στο δρόμο του μεταξιού έπαυσε να υφίσταται και ο βουδισμός των Τοχαρων εξαλείφθηκε από την περιοχή. Οι τόποι βουδιστικής και χριστιανικής λατρείας έχουν συληθεί, οι τοιχογραφίες των μοναστηριών στις οποίες απεικονίζονται ψηλόσωμοι άντρες με ξανθά και κόκκινα μαλλιά, Τόχαροι στη καταγωγή, έχουν καταστραφεί καθώς τα πρόσωπα είναι χαραγμένα από τους μουσουλμάνους Τούρκους εισβολείς της περιοχής, καθώς με βάση το Κοράνι και την ισλαμική παράδοση οποιαδήποτε απεικόνιση του θείου είναι βλάσφημη. Στο Ντιβανου Λουγκχάτ ατ Τουρκ, ο Τούρκος συγγραφέας του 11ου αι. μ.Χ. Μαχμουντ αλ Κασγκάρι, αναφέρει:  «Σαν ορμητικά ποτάμια, πλημμυρήσαμε τις πόλεις τους και πήραμε τα μοναστήρια τους και τους είπαμε να μην λατρεύουν τα αγάλματα του Βούδα».
Σήμερα πλέον στο πρώην έδαφος των τοχαρικών βασιλείων κατοικούν οι Ουιγούροι Τούρκοι, απόγονοι αυτών που εισέβαλλαν στα τοχαρικά βασίλεια το 840 μ. Χ.. Ομιλούν την αλταϊκή μογγολική τουρκική γλώσσα και φέρουν τα χαρακτηριστικά της μογγολικής φυλής. Η δε τοχαρική έχει εξαλειφθεί και οι Τόχαροι εξαφανιστεί.